φωτοχημικός

φωτοχημικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοχημεία
2. φρ. «φωτοχημική αντίδραση»
χημ. κάθε τύπος χημικής διεργασίας που διεγείρεται με την απορρόφηση υπέρυθρης, ορατής ή υπεριώδους φωτεινής ακτινοβολίας.
επίρρ...
φωτοχημικώς και φωτοχημικά
με φωτοχημικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτοχημεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φωτοχημικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοχημεία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”